- κορυβάντιος
- κορυβάντιος, -ία, -ον (ΑM) [Κορύβας]1. κορυβάντειος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορυβάντιον(κατά τον Θησ. Στεφ.) «περίθεμα κεφαλής ἐγκόσμιον, καλόν».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… … Dictionary of Greek